Δυο κόκκινα μικρά παπούτσια- a bed time story.

by valentinestavrou

Δυο κόκκινα μικρά παπούτσια, μια φορά κ εναν καιρό , χωρίς σώμα να τα διαφεντεύει, βγήκαν για βόλτα. Βόλτα πανω στη βόλτα, ο κόσμος τα μάγεψε κ’έτσι αποφάσισαν παρέα να ταξιδέψουν.  Πάνω σε καταστρώματα πλοίων και μέσα σε βρόμικες κουκέτες τρένων, μαζι με τις αποσκευές στα αεροπλάνα και κρυμμένα στους τροχούς αμαξιών τα δυο παπούτσια γνώριζαν τον κόσμο..

Περπάτησαν πλάι σε φουρτουνιασμένες θάλασσες , σε ξεχασμένα λιμάνια , λιθόστρωτους δρόμους και κατάμεσες πλατείες. Γύριζαν για χρόνια μα ο κόσμος καθως είναι βιαστικός  ποτε δεν πρόσεξε τα δυο κόκκινα παπούτσια που περπατούσαν αμέριμνα χωρις ποδια.

Μέχρι που σ’ ένα απόμακρο βουνίσιο χωριουδάκι τα παπούτσια, που με τα χρόνια είχαν κάπως μεγαλώσει, χαθήκαν!  Τα πέτρινα σπίτια του χωριού όλα τα ίδια, οι δρόμοι όλοι οι ίδιοι, το χωριό απόμερο , τα παπούτσια κάναν γύρες κ επέστρεφαν πάλι στο κέντρο του χωριού..

Δειλά δειλά, πλησίασαν ενα γέρο που ήσυχα καθως διάβαζε την εφημερίδα του , δεν τ΄άκουσε που ρυθμικά περπατούσαν προς αυτόν. Σαν φτάσαν κοντά του , τον σκούντηξαν απαλά. Ο ηλικιωμένος κύριος ξαφνιάστηκε. Σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε δεξιά, αριστερά, ξανα δεξιά μα τίποτα. Μόνο καποιοι συγχωριανοί στο βάθος της πλατείας πίναν ούζα και γελούσαν μα κανείς κοντά του. Καθως έσκυψε το κεφάλι για να συνεχίσει το διάβασμα ένιωσε πάλι ενα ελαφρό χτύπημα στα πόδια του. 

«Μπα σε καλό σου! Γατί θα ναι που πεινάει» σκέφτηκε. Ακούμπησε την εφημερίδα στο τραπέζι, άφησε τα γυαλιά του δίπλα και κοίταξε τα πόδια του.  ‘Ετσι, ο ηλικιωμένος κύριος έγινε ο πρώτος που πρόσεξε ποτέ  τα δυο κόκκινα παπούτσια. Τα παπούτσια αμάθητα σε ανθρώπινες επαφές δίσταζαν να μιλήσουν στον κύριο. Αυτός όμως , καθώς έσκυψε να τα δει καλύτερα , τους χαμογέλασε πλατειά και ο δισταγμός τους έφυγε.

«Βρε καλώς τα! Καλως ήρθατε στο χωριό μας! Μα τί όμορφο χρώμα που έχετε! Μόνα είστε? Καθήστε να τα πούμε! Ξέρετε, στο χωριό λίγοι μείναμε κ’όταν βλέπω νιόφερτους είμαι ο πρώτος που τους μιλάει.. Μα, χωρίς πόδια γυρνάτε?»

Τα παπούτσια μας ξαφνιάστηκαν. Κοίταξε το ένα τ’αλλο και τα δυο μαζί πάλι τον κύριο. Δεν σκέφτηκαν ποτέ να έχουν πόδια.

«Θα σας χαρίσω ενα ζευγάρι πόδια» τους είπε σκεφτικός « να γνωρίσετε τον υπόλοιπο κόσμο και να νιώσετε την ομορφιά του βάρους επάνω σας». ‘Ετσι τα δυο παπούτσια απέκτησαν πόδια και με τις οδηγίες του ηλικιωμένου κύριου βρήκαν το δρόμο έξω απο το χωριό.

Περπατούσαν μέρες πολλές, νιώθωντας χαρούμενα για τα δυο τους πόδια. Χόρεψαν σε δρόμους μαζί με τσιγγάνους κ άφησαν τα σημάδια τους σε υγρά τσιμέντα. Διαπίστωσαν ξαφνιασμένα πως  απολάμβαναν το βάρος τον ποδιών και τις καινούργιες εμπειρίες μαζί τους.Ο κόσμος γύρω τους συνέχισε να είναι βιαστικός κ κανείς δεν πρόσεχε τα πόδια που είχαν παπούτσια αλλα δεν είχαν σώμα.

Σε κάποια φανταχτερή πόλη ένας κύριος με πράσινα μάτια κ πολλά βραχιόλια, περιπλανητής όπως τους είπε, πρόσεξε τα πόδια με τα παπούτσια.. Τα κοίταζε έκπληκτος κ΄όταν τα πλησίασε τους ρώτησε γιατί δεν είχαν κορμό.

«Μ’εναν κορμό, το βάρος που ήδη έχετε θα μεγαλώσει..Θα ζήσετε καινούργιες εμπειρίες . Το κορμί θα σας δείξει άλλους κόσμους που δεν είδατε ποτέ. Λοιπόν,θα σας χαρίσω τον κορμό»

Τα παπούτσια δεν ήσαν άπληστα μα ήθελαν να ζήσουν τους καινούργιους κόσμους που μόνο ο κορμός θα μπορούσε να τους πάρει. Έτσι τα  κόκκινα παπούτσια , που εντωμεταξύ είχαν φθαρεί και είχαν χάσει κάπως την γυαλάδα τους, και τα πόδια, απέκτησαν ενα δικό τους ολοκαίνουργιο κορμό.

Τα πήρε ο κορμός σε κόσμους νέους, όπου οι άνθρωποι ξεκινήσαν να προσέχουν πως ενας κορμός χωρίς κεφάλι και χέρια, με μονο δυο παπούτσια και δυο πόδια κυκλοφορούσε ανάμεσα τους. Πολλοί φοβήθηκαν απο το παράξενο θέαμα και δεν ρωτούσαν ερωτήσεις μα ο κορμός με τα δυο πόδια και τα κόκκινα παπούτσια συνέχιζαν ανέμελα το ταξίδι τους.

Σε ένα δάσος καθώς περπατούσαν βρήκαν ένα ρυάκι/ποταμού. Τα πόδια κ ο κορμός δεν είχαν ξανανιώσει το νερό έτσι αποφάσισαν πως ήθελαν να ζήσουν στην κρυάδα του. ‘Επαιξαν με το νερό κ περπατησαν λίγο κατα μήκος του ποταμού  μα κατάλαβαν πως χωρίς χέρια δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν .

Μια κοπέλα που ζούσε στο δάσος είδε τον κορμό, τα πόδια και τα παπούτσια να παίζουν με το νερό και τα πλησίασε. Το άσπρο της φόρεμα βράχηκε οταν χωρίς δισταγμό μπήκε κ’αυτή στον ποταμό για να τους μιλήσει.

«Δεν έχετε χέρια» είπε χαμογελαστά. «Κρίμα, είναι τόσα που μπορείτε να δείτε αν σκαρφαλώσετε πάνω στο ψηλό Κυπαρίσσι που βρίσκετε στην άκρη του δάσους. Και άλλα τόσα να γνωρίσετε αν κολυμπήσετε στον ποταμό ετούτο. Θα σας χαρίσω ένα ζευγάρι χέρια».

Ετσι στον κορμό προστέθηκαν χέρια και τα χέρια βοήθησαν τον κορμό να φτάσει στην μύτη του Κυπαρισσιου. Ο βουνίσιος αέρας τύλιξε το κορμι κ απολ

 * I loved this story and I tried to write it down so that I wouldnt forget it, however, it was left unfinished and I dont remember the end. It’s not my story so I prefer to keep it as it is.